-
1 ψαλίδι
[псалиди] ουσ. о. ножницы.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψαλίδι
-
2 ножницы
-ниц πλθ. ψαλίδι.1. портновские ножницы το ψαλίδι του ράφτη•большие ножницы ψαλίδα•
ма-никирные ножницы ψαλιδάκι μανικιούρ ιού•
садовые -ψαλίδι κηπουρού (κλαδευτήρι).
2. ψαλίδι μηχανοκίνητο.3. μτφ. ασυνταιρ ιασιά, ασυμβιβα-σιά δυσαρμονία, διάσταση. -
3 ножницы
-
4 один
один (одна. одно, одни) ένας ( μία, ένα)· одни ножницы ένα ψαλίδι 2) (без других) μόνος* * *(одна, одно, одни)1) ένας (μία, ένα)одни́ но́жницы — ένα ψαλίδι
2) ( без других) μόνος -
5 ножницы
ножниц||ымн. τό ψαλίδι, ἡ ψαλίς, ἡ ψαλίδα:садовые \ножницы ἡ ψαλίδα· резать \ножницыами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζω. -
6 кусторез
το ψαλίδι για το κόψιμο των θάμνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кусторез
-
7 ножницы
1. (маш., мет.) η ψαλίδαο κόπτηςсадовые - το κλαδευτήρι, η κλαδευτήρα2. (бытовые) το ψαλίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ножницы
-
8 секатор
ο κόπτης, το ψαλίδιпневматический - πνευματικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > секатор
-
9 стропило
το ψαλίδιο αμείβων (της στέγης)η διαδοκίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стропило
-
10 кусачки
кусачкимн. τό συρματοκοπτικό ψαλίδι. -
11 отрезать
отрезатьсоз., отрезать несов1. κόβω, (άπο)κόπτω, (άπο)τέμνῶ:\отрезать кусо́к хлеба κόβω ἕνα κομμάτι ψωμί· \отрезать ножницами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζω·2. (преграждать) κόβω τόν δρόμο, πιάνω τόν δρόμο:\отрезать пути к отступлению прям., перен κόβω τους δρόμους τής ὑποχωρἡσε-ως·3. тк. сов (резко отвечать) разг ἀπαντώ ἀπότομα, ἀντι(σ)κόβω. -
12 резать
резатьнесов1. κόβω, κόπτω/ τεμαχίζω, κομματιάζω, κόβω φέτες (ломтями):\резать ножницами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζὠ \резать хлеб κόβω ψωμί·2. (убивать) σφάζω·3. (по дереву и т. п.) γλύφω, σκαλίζω·4. (вскрывать) разг ἀνοίγω, κόβω:\резать нарыв ἀνοίγω τό ἀπόστημά5. (причинять боль) σουβλίζω, κόβω, πονώ:веревка режет пальцы τό σχοινί μοδ κόβει τά δάχτυλα· свет мне режет глаза τό φῶς μοῦ χτυπά στά μάτια· режет в желудке αἰσθάνομαι σουβλιές στό στομάχι·6. (производить неприятное впечатление) ἐνοχλω, χτυπώ:режет слух (ухо) χτυπά ἀσχημα (στ' αὐτί)·7. (на экзамене) разг ἀπορρίπτω στίς ἐξετάσεις-◊ \резать по живому месту παίρνω δραστήρια μέτρα· \резать правду в глаза разг λέγω κατάμουτρα τήν ἀλήθεια. -
13 стропило
стропилос стр. τό ψαλίδι. -
14 кусачки
[κουσάτσκι] ουσ. κληθ. συρματοκοπτικό ψαλίδι -
15 ножницы
[νόζνιτσυ] ουσ. κληθ. ψαλίδι -
16 кусачки
[κουσάτσκι] ουσ πληθ συρματοκοπτικό ψαλίδι -
17 ножницы
[νόζνιτσυ] ουσ πληθ ψαλίδι -
18 двое
αριθμ. (για πρόσωπα ή ουσ. που έχουν μόνο πλθ.)двое братьев δυο αδέρφια•
двое очков τα ματογυάλια•
двое суток δυο εικοσιτετράωρα•
двое ножниц το ψαλίδι.
|| (σε ονομ. ή αιτ.) ζευγάρι, ζεύγος•двое чулок δυό ζευγάρια κάλτσες.
εκφρ.на своих (на) двоих – με το υπ’ αριθμόν 2 (πεζός). -
19 маникюрный
επ.του ή για μανικιούρ•-ые ножницы ψαλίδι για μανικιούρ.
-
20 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές … Dictionary of Greek
ψαλίδι — το 1. ψαλίδι. 2. μέρος του ζευκτού της στέγης. 3. φρ., «ψαλίδι πάει η γλώσσα της», φλυαρεί ακατάσχετα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλίδι — ψαλίς a pair of scissors fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ψαλιδιά — η, Ν [ψαλίδι] 1. τομή που γίνεται με ψαλίδι 2. το ίχνος που αφήνει η κοπή τών μαλλιών με ψαλίδι σε περίπτωση κακής κόμμωσης 3. ναυτ. είδος κόμπου … Dictionary of Greek
πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… … Dictionary of Greek
ψαλιδάκι — το, Ν [ψαλίδι] υποκορ. μικρό ψαλίδι («ψαλιδάκι τών νυχιών») … Dictionary of Greek
ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… … Dictionary of Greek
ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα … Dictionary of Greek
ψαλιδοκέρι — το, Ν 1. ειδικό ψαλίδι για την κοπή τού καμένου φιτιλιού τού κεριού 2. μτφ. α) (κατά τους χρόνους τής Ελληνικής Επανάστασης) (σκωπτ.) το ανδρικό ευρωπαϊκό σχιστό ένδυμα, το φράκο, και, γενικά, η ευρωπαϊκή ενδυμασία β) (κατ επέκτ.) αυτός που… … Dictionary of Greek